-
1 δηιοτης
- ῆτος ἥ1) война, бой, битва(ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι Hom., Hes.)
δηϊοτῆτα φέρειν Hom. — идти войной2) смертельная опасность Hom. -
2 στρευγομαι
См. также в других словарях:
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek